πυκνίδιο

πυκνίδιο
το, Ν
(μυκητ.)
1. σφαιρικό ή λαγηνόμορφο κοίλο όργανο ορισμένων μυκήτων μέσα στο οποίο παράγονται τα κονίδια, δηλ. τα αγενή σπόρια
2. ασκόμορφο σποριογόνο όργανο το οποίο σχηματίζεται σε ορισμένους λειχήνες από τον μυκοβιότυπο, είναι βυθισμένο στον θαλλό και ανοίγει στην επιφάνεια με έναν πόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pycnidium (< πυκνός + επίθημα -idium)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυκνογονίδιο — το, Ν 1. παλαιότερος όρος για το γονίδιο που σχηματίζεται μέσα στο πυκνίδιο 2. στον πληθ. τα πυκνογονίδια (ζωολ. παλαιοντ.) ομοταξία θαλάσσιων αρθροπόδων που απαντούν σε όλες τις θάλασσες, από την παράκτια ζώνη μέχρ6ι την άβυσσο, δηλαδή μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • σπερμάτιο — το / σπερμάτιον, ΝΜΑ μικρό σπέρμα, σπορίδιο νεοελλ. βιολ. 1. μικρό ακίνητο κύτταρο που λειτουργεί ως αρσενικός γαμέτης και μπορεί να γονιμοποιήσει ένα ασκογόνιο 2. καθένα από τα κονίδια που παράγονται από ένα πυκνίδιο, αλλ. πυκνιδιοσπόριο αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”